Ετυμολογία

επεξεργασία
Ցոլակյան < πατρωνυμικό, Ցոլակ (Cʿolak) (αρμενικό ανδρικό όνομα) + -յան (-yan)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡sʰɔlɑkˈjɑn/
ΔΦΑ : /t͡sʰɔlɑɡˈjɑn/ (δυτική αρμενική)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ցոլակյան (hy) (Cʿolakyan) αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

Ցոլակյան (αρμενικά)

αγγλικά: Tsolakyan, Tsolakian
ρωσικά: Цолакян (Colakján)