-ιάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- -ιάν < (άμεσο δάνειο) αρμενική -յան (-yan) [στην παραδοσιακή-ιστορική ορθογραφία -եան (-ean, -εάν)]
Προφορά
επεξεργασία
Επίθημα
επεξεργασία
-ιάν