Τσεκλείστα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Τσεκλείστα | ||
γενική | της | Τσεκλείστας | ||
αιτιατική | την | Τσεκλείστα | ||
κλητική | Τσεκλείστα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τσεκλείστα < → δείτε τη λέξη Τσεκλίστα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡seˈkli.sta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσε‐κλεί‐στα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τσεκλείστα θηλυκό, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Τσεκλείστα
→ δείτε τη λέξη Τσεκλίστα |