Δείτε επίσης: Τράλλεις
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Τραλλεῖς - Τραλλῆς*
      γενική τῶν Τραλλέων
      δοτική τοῖς Τραλλεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς Τραλλέᾱς
     κλητική ! Τραλλεῖς - Τραλλῆς*
* αττικός τύπος.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Τραλλεῖς < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Τραλλεῖς αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό