↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Τράχωνες
      γενική των Τραχώνων
    αιτιατική τους Τράχωνες
     κλητική Τράχωνες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Τράχωνες < μεσαιωνική ελληνική τραχών[1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtɾa.xo.nes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τρά‐χω‐νες

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Τράχωνες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  • συνοικία του Αλίμου, στην Αθήνα
    ※  Τὰ δύο αὐτὰ ἀγάλματα βρέθηκαν τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1973 στὸ οἰκόπεδο ἰδιοκτησίας Ροκανὰ στοὺς Τράχωνες, ἐμπρὸς ἀπὸ τὴ γνωστὴ βιοτεχνία ἀνδρικῶν ἐνδυμάτων (Αρχαιολογική Εφημερίς, (Αθήνα: Αρχαιολογική Εταιρεία, 2008), τόμ. 146, σελ. 2)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Κώστας Η. Μπίρης, Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών (Αθήνα, Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, 32006, ISBN 960-214445-9)
  2. Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)