Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τοτός οι Τοτοί
      γενική του Τοτού των Τοτών
    αιτιατική τον Τοτό τους Τοτούς
     κλητική Τοτέ Τοτοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τοτός < ιταλική Toto (χαϊδευτικό του Antonio)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τοτός αρσενικό

Εκφράσεις επεξεργασία

  • το άλλο με τον Τοτό το ξέρεις;: όταν κάποιος μας λέει κάτι που το θεωρούμε απίθανο, κυρίως για να δείξουμε ότι αυτό που μόλις ειπώθηκε μάλλον σαν ανέκδοτο μπορεί να θεωρηθεί παρά σαν πραγματικότητα
  • μη γίνεσαι Τοτός!: μη λες ασυναρτησίες, μη γίνεσαι γελοίος/αστείος/γραφικός/ευκολόπιστος/ενοχλητικός - σκωπτικής και απαξιωτικής σημασίας

Σημειώσεις επεξεργασία

  • χρησιμοποιείται σε ιστορίες ή ανέκδοτα για να κατονομαστεί το κύριο παιδικό πρόσωπο

  Μεταφράσεις επεξεργασία