Σομαλός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σομαλός | οι | Σομαλοί |
γενική | του | Σομαλού | των | Σομαλών |
αιτιατική | τον | Σομαλό | τους | Σομαλούς |
κλητική | Σομαλέ | Σομαλοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σομαλός < Σομαλία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΣομαλός αρσενικό (θηλυκό Σομαλή)
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από τη Σομαλία
Μεταφράσεις
επεξεργασία Σομαλός
|