Σεβαστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σεβαστός | οι | Σεβαστοί |
γενική | του | Σεβαστού | των | Σεβαστών |
αιτιατική | τον | Σεβαστό | τους | Σεβαστούς |
κλητική | Σεβαστέ | Σεβαστοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σεβαστός < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣεβαστός αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Σεβαστός
|