Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σαμοανός οι Σαμοανοί
      γενική του Σαμοανού των Σαμοανών
    αιτιατική τον Σαμοανό τους Σαμοανούς
     κλητική Σαμοανέ Σαμοανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σαμοανός < Σαμόα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Σαμοανός αρσενικό (θηλυκό Σαμοανή)

  Μεταφράσεις επεξεργασία