Δείτε επίσης: Σάμι, Σάμυ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Σάμη
      γενική της Σάμης
    αιτιατική τη Σάμη
     κλητική Σάμη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σάμη < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σάμη θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία