Προτεσταντισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Προτεσταντισμός < γερμανική Protestantismus (διαμαρτυρία)
Ουσιαστικό επεξεργασία
Προτεσταντισμός αρσενικό
- ένας από τους μεγάλους κλάδους του Χριστιανισμού που εμφανίστηκε το 16ο αιώνα στη Γερμανία, με πρωτεργάτη του το Μαρτίνο Λούθηρο, ως κίνημα μεταρρύθμισης.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Προτεσταντισμός