Ποθητός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ποθητός | οι | Ποθητοί |
γενική | του | Ποθητού | των | Ποθητών |
αιτιατική | τον | Ποθητό | τους | Ποθητούς |
κλητική | Ποθητέ | Ποθητοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ποθητός < ποθητός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠοθητός αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ποθητός
|