Δείτε επίσης: περσέπολις

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Περσέπολῐς
      γενική τῆς Περσεπόλεως
      δοτική τῇ Περσεπόλει
    αιτιατική τὴν Περσέπολῐν
     κλητική ! Περσέπολῐ
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Περσέπολις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική Πέρσης, εθνικό όνομα, θέμα Περσε- (• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   + -πολις. Συγκρίνετε με το αρχαίο περσέπολις.

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Περσέπολις, -εως θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία