Παγασητικός
(Ανακατεύθυνση από Παγασητικός Κόλπος)
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Παγασητικός | ||
γενική | του | Παγασητικού | ||
αιτιατική | τον | Παγασητικό | ||
κλητική | Παγασητικέ | |||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Παγασητικός < αρχαία ελληνική Παγασητικός < Παγασαί
Κύριο όνομα επεξεργασία
Παγασητικός αρσενικό