ΟΠΕΚ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ΟΠΕΚ < Οργανισμός των Πετρελαιοπαραγωγών Εξαγωγέων Κρατών
Προφορά
επεξεργασίαΣυντομομορφή
επεξεργασίαΟΠΕΚ ουδέτερο άκλιτο ακρωνύμιο
- (οικονομία) οργανισμός που προωθεί την καλύτερη προστασία των συμφερόντων των κρατών που παράγουν πετρέλαιο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ΟΠΕΚ στη Βικιπαίδεια