Ξαβεριώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ξαβεριώτισσα < Ξαβεριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΞαβεριώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Ξαβεριώτης
- ※ Μαραίνεται η καρδούλα μου / από πικρό μαράζι / για κάποια Ξαβεριώτισσα / που όλο καημούς μού βάζει. (Από το ομώνυμο τραγούδι του Δημήτρη Γκόγκου (γνωστός ως «Μπαγιαντέρας»))
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ξαβεριώτης
Ξαβεριώτισσα
|