Νηρεύς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Νηρεύς | ||
γενική | τοῦ | Νηρέως ιωνικός τύπος : Νηρῆος | ||
δοτική | τῷ | Νηρεῖ | ||
αιτιατική | τὸν | Νηρέᾱ | ||
κλητική ὦ! | Νηρεῦ | |||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Νηρεύς < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Νηρεύς αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Νηρεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Νηρεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.