Μπενινέζος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μπενινέζος < Μπενίν
Ουσιαστικό επεξεργασία
Μπενινέζος αρσενικό, θηλυκό Μπενινέζα
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από το Μπενίν
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μπενινέζος
|