Λόκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Λόκι < παλαιά νορβηγική Loki • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈlo.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λό‐κι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛόκι αρσενικό άκλιτο
- (σκανδιναβική μυθολογία) ο θεός της απάτης και της δολοπλοκίας, γιος του Φαρμπάουτι και της Λάουφει και ετεροθαλής αδερφός του Οντίν.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Λόκι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Λόκι
|