Λυκάων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λυκάων | οι | Λυκάονες |
γενική | του | Λυκάονος | των | Λυκαόνων |
αιτιατική | τον | Λυκάονα | τους | Λυκάονες |
κλητική | Λυκάων & Λυκάον* |
Λυκάονες | ||
* Κατά την αρχαία κλίση. Δείτε και την κλίση του Λυκάονας. | ||||
Κατηγορία όπως «νηογνώμων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λυκάων < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛυκάων αρσενικό