Λιθουανή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Λιθουανή < Λιθουαν(ός) + -ή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛιθουανή θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Λιθουανός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Λιθουανός
Λιθουανή
|