Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʎaˈpa.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λια‐πά‐τα

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Λιαπάτα
      γενική της Λιαπάτας
    αιτιατική τη Λιαπάτα
     κλητική Λιαπάτα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Λιαπάτα < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λιαπάτα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Λιαπάτα < γενική ενικού του αρσενικού Λιαπάτας

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λιαπάτα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

επεξεργασία

Λιαπάτα αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ΦΕΚ 253 Α, 14 Δεκεμβρίου 1957