Δείτε επίσης: Λαμπροκλῆς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λαμπροκλής οι Λαμπροκλείς
Λαμπροκλήδες**
      γενική του Λαμπροκλή
Λαμπροκλέους*
των Λαμπροκλέων
Λαμπροκλήδων
    αιτιατική τον Λαμπροκλή τους Λαμπροκλείς
Λαμπροκλήδες
     κλητική Λαμπροκλή Λαμπροκλείς
Λαμπροκλήδες
* Λόγιος τύπος για τα αρχαία ονόματα και τα ονόματα οδών.
** Οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, για τα σύγχρονα ονόματα.
Κατηγορία όπως «Περικλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λαμπροκλής < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λαμπροκλής αρσενικό