Λαΐς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
Λᾱϊδ- | |||||
ονομαστική | ἡ | Λαΐς | αἱ | Λαΐδες | |
γενική | τῆς | Λαΐδος | τῶν | Λαΐδων | |
δοτική | τῇ | Λαΐδῐ | ταῖς | Λαΐσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | Λαΐδᾰ | τὰς | Λαΐδᾰς | |
κλητική ὦ! | Λαΐς* | Λαΐδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Λαΐδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Λαΐδοιν | |||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς Συνήθως στον ενικό. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λαΐς < → λείπει η ετυμολογία + -ίς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛαΐς, -ίδος θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Λαΐς στη Βικιπαίδεια εταίρα στην αρχαία Κόρινθο
Πηγές
επεξεργασία- Λαΐς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.