Λέγκω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λέγκω | ||
γενική | της | Λέγκως | ||
αιτιατική | τη | Λέγκω | ||
κλητική | Λέγκω | |||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. Δεν συνηθίζεται ο πληθυντικός | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛέγκω θηλυκό