Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Λένγκω
      γενική της Λένγκως
    αιτιατική τη Λένγκω
     κλητική Λένγκω
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Δεν συνηθίζεται ο πληθυντικός.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λένγκω < + -κω → δείτε το όνομα Ελένη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λένγκω θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία