Δείτε επίσης: κῶς, Κως, κως

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κῶς
      γενική τῆς Κ
επικός Κόως
      δοτική τῇ Κ
    αιτιατική τὴν Κῶν
Κ
     κλητική ! Κῶς
2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'λαγῶς' όπως «λαγῶς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κῶς < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κῶς θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Παροιμίες επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία