Κύσσελη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κύσσελη | ||
γενική | της | Κύσσελης | ||
αιτιατική | την | Κύσσελη | ||
κλητική | Κύσσελη | |||
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κύσσελη < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈci.se.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κύσ‐σε‐λη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚύσσελη θηλυκό, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κύσσελη
→ δείτε τη λέξη Κίσσελη |