↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κυκλοβόρος
      γενική τοῦ Κυκλοβόρου
      δοτική τῷ Κυκλοβόρ
    αιτιατική τὸν Κυκλοβόρον
     κλητική ! Κυκλοβόρε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κυκλοβόρος < κυκλο- + -βόρος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κυκλοβόρος αρσενικό, μόνο στον ενικό