Κυκλοβόρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Κυκλοβόρος | ||
γενική | τοῦ | Κυκλοβόρου | ||
δοτική | τῷ | Κυκλοβόρῳ | ||
αιτιατική | τὸν | Κυκλοβόρον | ||
κλητική ὦ! | Κυκλοβόρε | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΚυκλοβόρος αρσενικό, μόνο στον ενικό
Πηγές
επεξεργασία- Κυκλοβόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.