Κογκολέζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κογκολέζος < Κογκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΚογκολέζος αρσενικό (θηλυκό Κογκολέζα)
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από το Κογκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κογκολέζος
|
Κογκολέζος αρσενικό (θηλυκό Κογκολέζα)
|