Κιμωλιάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαΚιμωλιάτης και Κιμουλιάτης αρσενικό (θηλυκό: Κιμωλιάτισσα και Κιμουλιάτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από την Κίμωλο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Κιμωλιάτης
|