Κηφισία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Κηφισίᾱ | αἱ | Κηφισίαι |
γενική | τῆς | Κηφισίᾱς | τῶν | Κηφισιῶν |
δοτική | τῇ | Κηφισίᾳ | ταῖς | Κηφισίαις |
αιτιατική | τὴν | Κηφισίᾱν | τὰς | Κηφισίᾱς |
κλητική ὦ! | Κηφισίᾱ | Κηφισίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κηφισίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Κηφισίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κηφισία < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚηφισία θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Κηφισία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- M. J. Osborne and S. G. Byrne 1994 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. II: Attica, Oxford: Oxford University Press.