Δείτε επίσης: Κηφισιά

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κηφισί αἱ Κηφισίαι
      γενική τῆς Κηφισίᾱς τῶν Κηφισιῶν
      δοτική τῇ Κηφισί ταῖς Κηφισίαις
    αιτιατική τὴν Κηφισίᾱν τὰς Κηφισίᾱς
     κλητική ! Κηφισί Κηφισίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κηφισί
γεν-δοτ τοῖν  Κηφισίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κηφισία < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κηφισία θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία