Κατηγορία:Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δόρυ' (αρχαία ελληνικά)
ουσιαστικά μεταπλαστά | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
δορυ- δορατ- | ||||||||
ονομαστική | τὸ | δόρῠ | τὰ | δόρᾰτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | δόρᾰτος | τῶν | δορᾰ́των | ||||
δοτική | τῷ | δόρᾰτῐ | τοῖς | δόρᾰσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | δόρῠ | τὰ | δόρᾰτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | δόρῠ | δόρᾰτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δόρᾰτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | δορᾰ́τοιν | ||||||
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'δόρυ' όπως «δόρυ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ανώμαλα ουδέτερα ουσιαστικά σε -υ, γενική -ατος
- τὸ δόρυ, τοῦ δόρατος, τὰ δόρατα, τῶν δοράτων
για τους συντάκτες: {{grc-κλίση-ανώμαλα}}
|