Καρς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καρς < οθωμανική τουρκική قارص (Kars) < μέση αρμενική Կարս (Kars) < παλαιά αρμενική Կարս (Kars)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαρς ουδέτερο, άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Καρς
|