Κίναρα
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Κίναρα θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή, νησίδα) άλλη μορφή του Κίναρος
- ※ πλεύσεις δὲ ἔχων ἐκ τῶν εὐωνύμων νήσους [τὴν] Νίσυρον καὶ τὴν Ἀστυπάλειαν, ἐκ δὲ τῶν δεξιῶν τὴν Κῶ καὶ τὴν Λέρον καὶ τὴν Κίναραν καὶ τὴν Ἀμοργὸν, καὶ πλεύσεις ἐπὶ τὴν Δόνουσαν σταδίους ν’. (Σταδιασμός ήτοι περίπλους της μεγάλης θαλάσσης, 703 273.5)