Θεοπρεπίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Θεοπρεπίς | αἱ | Θεοπρεπίδες |
γενική | τῆς | Θεοπρεπίδος | τῶν | Θεοπρεπίδων |
δοτική | τῇ | Θεοπρεπίδῐ | ταῖς | Θεοπρεπίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | Θεοπρεπίδᾰ | τὰς | Θεοπρεπίδᾰς |
κλητική ὦ! | Θεοπρεπίς* | Θεοπρεπίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Θεοπρεπίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Θεοπρεπίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς Συνήθως στον ενικό. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Θεοπρεπίς < + -ίς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘεοπρεπίς θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)