Εκκάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Εκκάρα | ||
γενική | της | Εκκάρας | ||
αιτιατική | την | Εκκάρα | ||
κλητική | Εκκάρα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Εκκάρα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈka.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Εκ‐κά‐ρα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕκκάρα θηλυκό, μόνο στον ενικό