cook
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cook | cooks |
cook (en)
- (επάγγελμα) ο μάγειρας, η μαγείρισσα
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | cook |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cooks |
αόριστος | cooked |
παθητική μετοχή | cooked |
ενεργητική μετοχή | cooking |
cook (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μαγειρεύω
- ↪ We cooked with gas.
- Μαγειρέψαμε με γκάζι.
- ↪ We cooked with gas.
- (αμετάβατο) μαγειρεύομαι