Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεφορτώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος ξεφορτώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεφορτώνομαι

  1. αφαιρώ ένα φορτίο από πάνω μου
  2. (μεταφορικά) βάζω στην άκρη ή πετώ κάποιον ή κάτι ενοχλητικό ή βλαβερό

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία