Δείτε επίσης: κομπέω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομπάζω < αρχαία ελληνική κομπάζω < κομπέω < κόμπος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /komˈba.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐μπά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

κομπάζω

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία