Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομπαστικώς < ελληνιστική κοινή κομπαστικῶς < κομπαστικός < αρχαία ελληνική κομπάζω

  Επίρρημα επεξεργασία

κομπαστικώς[1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. κομπαστικώς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)