Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Φιτζιανός οι Φιτζιανοί
      γενική του Φιτζιανού των Φιτζιανών
    αιτιατική τον Φιτζιανό τους Φιτζιανούς
     κλητική Φιτζιανέ Φιτζιανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φιτζιανός < Φίτζι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Φιτζιανός αρσενικό (θηλυκό Φιτζιανή)

  Μεταφράσεις επεξεργασία