αυτεξήγητο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{el-κλίσ-'πεύκο'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{ουσεπ ο|αυτεξήγητος}} ({{μτφδ|en|el|self-explanatory}})... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 10:46, 2 Δεκεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτεξήγητο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αυτεξήγητος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-explanatory)
Ουσιαστικό
αυτεξήγητο ουδέτερο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αυτεξήγητο
|