σκορπίζομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < παθητική φωνή του σκορπίζω ==={{ρήμα|el}}=== '''{{PAGENAME}}''' {{el-ρή...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 16:19, 14 Ιουλίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

  Ετυμολογία

σκορπίζομαι < παθητική φωνή του σκορπίζω

  Ρήμα

σκορπίζομαι , πρτ.: αγοραζόμουν, στ.μέλλ.: θα αγοραστώ, αόρ.: αγοράστηκα, μτχ.π.π.: αγορασμένος

  1. (για ανθρώπους) λειτουργώ χωρίς πρόγραμμα και στοχοπροσήλωση, διασκορπίζω την ενέργειά μου
    Το ξέρω ότι σκορπίζομαι, αλλά βαριέμαι εύκολα
  2. σκορπίζομαι, διανέμομαι σκόρπια, χωρίς συγκεκριμένο στόχο
    Η τέφρα σκορπίστηκε στο Αιγαίο
    Τα χρήματα δεν πρέπει να σκορπίζονται έτσι επιπόλαια

Συγγενικά


→ δείτε τη λέξη σκορπίζω

  Μεταφράσεις