Δουνκέρκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δουνκέρκη | ||
γενική | της | Δουνκέρκης | ||
αιτιατική | τη | Δουνκέρκη | ||
κλητική | Δουνκέρκη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δουνκέρκη < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική Dunkerque + -η
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔουνκέρκη θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Δουνκέρκη στη Βικιπαίδεια
- Dunkerque στη γαλλική Βικιπαίδεια