Γαρυφαλλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γαρυφαλλώ | ||
γενική | της | Γαρυφαλλώς | ||
αιτιατική | τη | Γαρυφαλλώ | ||
κλητική | Γαρυφαλλώ | |||
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γαρυφαλλώ < γαρύγαλλ(ο) + -ώ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓαρυφαλλώ θηλυκό