Βελισδόνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βελισδόνη | ||
γενική | της | Βελισδόνης | ||
αιτιατική | τη | Βελισδόνη | ||
κλητική | Βελισδόνη | |||
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βελισδόνη < → δείτε τη λέξη Βελισδόνι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ve.liˈzðo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βε‐λι‐σδό‐νη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒελισδόνη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (οικισμός) άλλη μορφή του Βελισδόνι[1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βελισδόνη
→ δείτε τη λέξη Βελισδόνι |