Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βελισδόνη
      γενική της Βελισδόνης
    αιτιατική τη Βελισδόνη
     κλητική Βελισδόνη
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βελισδόνη < → δείτε τη λέξη Βελισδόνι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ve.liˈzðo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βε‐λι‐σδό‐νη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βελισδόνη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ Α 81, 14 Μαΐου 1928