Βαρσαμώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βαρσαμώ | ||
γενική | της | Βαρσαμώς | ||
αιτιατική | τη | Βαρσαμώ | ||
κλητική | Βαρσαμώ | |||
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βαρσαμώ < -ώ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βαρσαμώ θηλυκό