↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Βαλτέτσι
      γενική του Βαλτετσίου
    αιτιατική το Βαλτέτσι
     κλητική Βαλτέτσι
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Βαλτέτσι < σλαβικής προέλευσης *boltъсe (βαλτότοπος)[1]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βαλτέτσι ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης Γεώργιος, (2022). Λεξικό κυρίων ονομάτων (Α΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας Ι.Κ.Ε.
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)