Βαγγελώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βαγγελώ | ||
γενική | της | Βαγγελώς | ||
αιτιατική | τη | Βαγγελώ | ||
κλητική | Βαγγελώ | |||
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βαγγελώ < Βαγγέλ(ης) + -ώ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒαγγελώ θηλυκό